- προκαταμαντεύομαι
- Απρομαντεύω, προφητεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + καταμαντεύομαι «προλέγω, προμαντεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκαταμαντευόμενον — προκαταμαντεύομαι divine pres part mp masc acc sg προκαταμαντεύομαι divine pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταμαντευόμεναι — προκαταμαντεύομαι divine pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταμαντεύεσθαι — προκαταμαντεύομαι divine pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)